ακατάγγελτος

ακατάγγελτος
-η, -ο (Α ἀκατάγγελτος, -ον) [καταγγέλλω]
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν έχει καταγγελθεί, δεν έχει μηνυθεί για κάποια παράβαση
2. (για σύμβαση) αυτή που δεν έχει καταγγελθεί, δεν έχει ζητηθεί η λύση της
αρχ.
αυτός που δεν έχει εξαγγελθεί, ο ακήρυκτος
«ἀκατάγγελτος πόλεμος» (Δίον. Αλ. 1, 58).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ακατάγγελτος — η, ο εκείνος που δεν καταγγέλθηκε: Η κλοπή έμεινε ακατάγγελτη στις αρχές. – Η εμπορική σύμβαση ανάμεσα στις δυο χώρες είναι ακόμη ακατάγγελτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκατάγγελτον — ἀκατάγγελτος unproclaimed masc/fem acc sg ἀκατάγγελτος unproclaimed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταγγέλτῳ — ἀκατάγγελτος unproclaimed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”